καρτερόνους

καρτερόνους
καρτερόνους, -ουν (Μ)
αυτός που έχει καρτερική ψυχή, ο γενναιόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύ-νους, οξύ-νους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”